Η ελληνική οικονομική πολιτική μπορεί να χρησιμοποιήσει τον πληθωρισμό ως ευκαιρία για να επιτύχει δύο στόχους: πρώτον, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και, συνεπώς, την απασχόληση και τον ρυθμό ανάπτυξής της και, δεύτερον, να μειώσει το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Συνδυάζοντας, μάλιστα, τα παραπάνω με την επιβαλλόμενη ανάγκη να ανακουφίσει, στο μέτρο του δυνατού, τους πολίτες, ιδιαιτέρως δε τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, από μία δραστική μείωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι η εξής: ο πληθωρισμός στην ελληνική προστιθέμενη αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών να είναι μικρότερος από τον εισαγόμενο και, κυρίως, μικρότερος από τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης.
Η μερική ανακούφιση των πολιτών από τις πιέσεις του πληθωρισμού που απειλεί να υποβιβάσει δραστικά το επίπεδο διαβίωσής τους μπορεί αν επιτευχθεί μέσα από την) λεγόμενη «δημοσιονομική υποτίμηση». Αφορά στη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και των λοιπών φόρων στην ενέργεια. Κάτι που βραχυχρόνια θα έχει, ασφαλώς, δυσμενή αποτελέσματα στη δημοσιονομική χρήση, πλην όμως θεωρούμε πως, πέραν της κοινωνικής αναγκαιότητας που η πολιτική αυτή εξυπηρετεί, το δημοσιονομικό πρόβλημα θα τείνει να διορθωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα με την αύξηση της φορολογητέας ύλης που θα προέλθει από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Εξυπακούεται ότι, ταυτοχρόνως, θα πρέπει να υπάρχει και περικοπή κάθε αχρείαστης δαπάνης: για παράδειγμα, δεν είναι η στιγμή να επιδοτείται η αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων και η δημιουργία θέσεων εργασίας στο εξωτερικό