Από την post-punk σκηνή των ‘80s σε μία εντυπωσιακή multi-instumentalist καριέρα. Από το θεατρικό σανίδι στον κινηματογράφο. Και από την Αμερική στην Ελλάδα. Λίγοι άνθρωποι μπορούν να λένε ότι προσέφεραν στην Τέχνη με τόσους τρόπους όσους ο Blaine Reininger. Η συμμετοχή του στους ιστορικούς Tuxedomoon με τη φωνή και τις μουσικές του συνθέσεις ήταν μόνο η αρχή. Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, όταν και ίδρυσε τους Tuxedomoon με το συμφοιτητή του Steven Brown. Πιάνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον new wave, avant-garde παλμό της εποχής, το σχήμα εμπνεύστηκε από προσωπικές ανησυχίες και βιώματα, κυκλοφορώντας τρία πετυχημένα άλμπουμ. Το 1983, και ενώ η μπάντα είχε εγκατασταθεί στο Rotterdam, o Reininger αποφάσισε να ακολουθήσει και solo πορεία, χωρίς όμως να κόψει ποτέ δεσμούς με την μπάντα. Μέσα από τη συνεργασία τους με τον Michael Belfer των Sleepers και άλλους καλλιτέχνες κυκλοφόρησε εφτά άλμπουμ μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘80. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ασχολήθηκε με το θέατρο και τον κινηματογράφο γράφοντας soundtrack ή συμμετέχοντας ως ηθοποιός σε projects όπως ο Αγαμέμνων του Μιχαήλ Μαρμαρινού, το Spiel mir das Lied vom Tod του Albrecht Hirche ή το The Overcoat του Νικόλα Τριανταφυλλίδη. Το 2017, μαζί με τον Steven Brown, συμμετείχαν στο άλμπουμ Close - Lamb - White - Walls των Ιταλών Twenty Four Hours. Την Τριτη 10 Μαρτιου στο Castillo , ο Blaine Reininger θα μας χαρίσει μία συναυλιακή αναδρομή σε όλες τις προσωπικές του μουσικές επιτυχίες, αλλά και σε αγαπημένα κομμάτια των Tuxedomoon. Στο πλάι του θα βρεθεί για ακόμα μια φορά ο κιθαρίστας Τηλέμαχος Μούσας, ένας από τους πιο ταλαντούχους jazz κιθαρίστες της Ελλάδας, γνωστός από το σχήμα του Moussas Farm και τη συμμετοχή του σε συγκροτήματα όπως οι Μπλε και οι Xaxakes. Μαζί τους και ο έμπειρος τρομπετίστας Luc van Lieshout, μέλος κι αυτός των Tuxedomoon από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80.
Η ελληνική οικονομική πολιτική μπορεί να χρησιμοποιήσει τον πληθωρισμό ως ευκαιρία για να επιτύχει δύο στόχους: πρώτον, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και, συνεπώς, την απασχόληση και τον ρυθμό ανάπτυξής της και, δεύτερον, να μειώσει το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Συνδυάζοντας, μάλιστα, τα παραπάνω με την επιβαλλόμενη ανάγκη να ανακουφίσει, στο μέτρο του δυνατού, τους πολίτες, ιδιαιτέρως δε τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, από μία δραστική μείωση του βιοτικού τους επιπέδου. Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι η εξής: ο πληθωρισμός στην ελληνική προστιθέμενη αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών να είναι μικρότερος από τον εισαγόμενο και, κυρίως, μικρότερος από τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης. Η μερική ανακούφιση των πολιτών από τις πιέσεις του πληθωρισμού που απειλεί να υποβιβάσει δραστικά το επίπεδο διαβίωσής τους μπορεί αν επιτευχθεί μέσα από την) λεγόμενη «δημοσιονομική υποτίμηση». Αφορά στη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και των λοιπών φόρ